A Byzantine princess, a Mongol Khan, and a church
The Bloody Church and its unknown history
(english text follows)
Η βυζαντινή πριγκίπισσα που έγινε βασίλισσα των Μογγόλων και η “ματωμένη” εκκλησία της.
Η ιστορία μιας βυζαντινής πριγκίπισσας που έγινε βασίλισσα των Μογγόλων θα μπορούσε να αποτελέσει μια συναρπαστική ταινία του Χόλιγουντ. Όπως και η ιστορία της Θεοφανούς, που έγινε αυτοκράτειρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ή της Σοφίας Ζωής Παλαιολογίνας, που έγινε μεγάλη πριγκίπισσα της Μόσχας ως δεύτερη σύζυγος του Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας. Αλλά αυτές είναι ιστορίες για μια άλλη φορά.
Η Μεγάλη του Γένους Σχολή, αποτελεί ένα ορόσημο άρρηκτα συνδεδεμένο με την πανοραμική θέα του Χρυσού Κέρατος της Κωνσταντινούπολης. Θεωρείται ότι είναι η συνέχεια της Οικουμενικής Πατριαρχικής Σχολής που ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος και ότι μεγαλούργησε επί αυτοκρατορίας της δυναστείας των Κομνηνών. ενώ προήγαγε τα γράμματα επάξια και επί εποχής των Παλαιολόγων. Εκεί, ανάμεσα στο επιβλητικό αυτό Ελληνορθόδοξο Κολέγιο του Φαναρίου και στο Ιωακείμιο Παρθεναγωγείο, λίγο πιο πάνω από το μετόχι του Παναγίου Τάφου, βρίσκεται ένας σιωπηλός μάρτυρας μιας συναρπαστικής ιστορίας: η ταπεινή Εκκλησία της Παναγίας των Μογγόλων, γνωστή από τον τοπικό πληθυσμό ως «Kanlı Kilise» ή «Αιματοβαμμένη Εκκλησία», στέκεται ως μοναδικό μνημείο της διαχρονικής κληρονομιάς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η Παναγία των Μογγολίων, ή Μουγουλίων, κοινώς Παναγία του Μουχλίου ή Μουχλιώτισσα, είναι η μόνη εκκλησία με τρούλο στην Κωνσταντινούπολη που όχι μόνο επιβίωσε από τους ταραχώδεις αιώνες μετά την εποχή του Βυζαντίου, αλλά συνεχίζει να εξυπηρετεί τον αρχικό της σκοπό ως τόπος λατρείας. Η ιστορία της, πλούσια σε αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, διπλωματικές κινήσεις και επώδυνες προσωπικές ιστορίες, την καθιστά πραγματικά ξεχωριστή ανάμεσα σε άλλα μνημεία.

Οι ιερές ρίζες του τόπου ανάγονται στις αρχές του 7ου αιώνα, όταν η πριγκίπισσα Σωπάτρα, κόρη του βυζαντινού αυτοκράτορα Μαυρίκιου, ίδρυσε το μοναστήρι της Θεοτόκου της Παναγιωτίσσης, στον πέμπτο λόφο της πόλης, που, καθώς φαίνεται, καταστράφηκε από τους Λατίνους κατά την Τέταρτη Σταυροφορία (Πασαδαίος). Με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, οι Παλαιολόγοι βάλθηκαν να την ανακαινίσουν. Η Μαρία Παλαιολογίνα, νόθα κόρη του νέου αυτοκράτορα, Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, αγόρασε ολόκληρη την περιοχή με τους αμπελώνες και τα οικήματα, ανακαίνισε ορισμένα κτήρια και άλλα έχτισε εκ βάθρων και οργάνωσε γυναικεία μονή. Αφιέρωσε σ᾽ αυτή κειμήλια, πολύτιμα σκεύη, βιβλία, κτήματα στην Κωνσταντινούπολη και τη Ραιδεστό ξοδεύοντας όλη της την περιουσία. Αυτές τις πληροφορίες παίρνουμε από συνοδικό έγγραφο του 1351 (Miklosich καὶ Muller, τoμ. Α´, 312-15), σύμφωνα με το οποίο το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφασίζει να επιστραφεί όλη η περιουσία στο γυναικείο μοναστήρι από τον σφετεριστή γαμπρό της Μαρίας Παλαιολογίνας Ισαάκιο Παλαιολόγο – Ασάνη. O Ασάνης είχε διοριστεί από τη Μαρία με χρυσόβουλο, έφορος της περιουσίας της μονής μετά το θάνατό της. Αυτός όμως εκμεταλλευόταν προς ίδιον όφελος τα έσοδα και το μοναστήρι είχε βρεθεί σε δεινή οικονομική θέση.
Το 1261, εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για τις επιδρομές των Μογγόλων στην Ανατολία, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος ενορχήστρωσε μια στρατηγική συμμαχία. Έστειλε τη Μαρία Δέσποινα Παλαιολογίνα, ως νύφη στον ισχυρό Μογγόλο Ιλχάνο Χουλάγκου, συνοδευόμενη από μια σημαντική προίκα (Παχυμέρης). Ο Χουλάγκου, όπως υποδηλώνει ο τίτλος του, “Ιλχάνος”, ήταν υποτελής Χάνος στο Μεγάλο Χάνο Μόνγκε Χαν και τον διάδοχό του μετά το μογγολικό εμφύλιο, Κουμπλάι Χαν και εγγονός του Τζενγκίς Χαν. Ήταν αυτός που το 1258 κατέλαβε μετά από πολιορκία τη Βαγδάτη, σφάζοντας τους κατοίκους της (εκτιμήσεις δίνουν μέχρι και ένα εκατομμύριο θανάτους) και καταστρέφοντας την παγκοσμίου φήμης βιβλιοθήκη της. Αυτός ο διπλωματικός γάμος ήταν μια ρεαλιστική απάντηση στο αποδυναμωμένο και προσφάτως αναγεννημένο εκ των σταχτών του βυζαντινό κράτος, το οποίο είχε αποστερηθεί σημαντικά από τους στρατιωτικούς και οικονομικούς του πόρους κατά τη διάρκεια της λατινικής κατοχής. Η λογική ήταν ξεκάθαρη: σφυρηλάτησε συγγένεια με έναν τρομερό αντίπαλο εξ ανατολών ώστε να αποτραπεί περαιτέρω επιθετικότητα, για να επικεντρωθείς στη νέα ανερχόμενη απειλή εκ δυσμών, που δεν ήταν άλλοι από τους Νορμανδούς.
Ωστόσο, η μοίρα επενέβη. Πριν η Μαρία φτάσει στον μελλοντικό της σύζυγο, ο Χουλάγκου Χαν πέθανε, και ο ικανός τριαντάχρονος γιος του, Αμπάκα Χαν, ανέβηκε στον θρόνο του Ιλχανάτου. Με την άφιξή της στη Μαραγγέχ, την πρωτεύουσα του Ιλχανάτου (στο σημερινό Ιράν), στα τέλη της άνοιξης του 1265, ο Αμπάκα επέλεξε να εντάξει τη Μαρία στο χαρέμι του και στη συνέχεια την παντρεύτηκε. Ούσα ευσεβής Χριστιανή, η Μαρία ζήτησε από τον Αμπάκα να βαπτιστεί, μια επιθυμία που εκείνος τίμησε. Με αυτόν τον τρόπο η Μαρία έγινε «Χατούν Χανίμ» — ο σεβαστός τίτλος που της αποδόθηκε από τους Μογγόλους — η βασίλισσά τους. Μετά από δεκαεπτά χρόνια γάμου, σημαδεμένα από πολιτισμικές ανταλλαγές και ίσως ένα βαθμό επιρροής, η ζωή της Μαρίας πήρε άλλη τροπή με τον θάνατο του Αμπάκα.
Η Μαρία επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και ο ετεροθαλής αδελφός της, αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, την πρότεινε για σύζυγο του Μογγόλου πρίγκιπα Kharbanda, κυβερνήτη της Περσίας και μελλοντικό Χάνο στο Ιλχανάτο, ο οποίος βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Νικόλαος και αργότερα εξισλαμίστηκε παίρνοντας το όνομα Muhammad. Σε αντάλλαγμα για το χέρι της ο Kharbanda υπόσχεται να υποστηρίξει το Βυζάντιο με στρατό στον αγώνα του εναντίον των Οθωμανών, που πολιορκούσαν τη Νίκαια. Ο Ανδρόνικος έστειλε τη Μαρία Δέσποινα στη Νίκαια για να ενθαρρύνει τους υπερασπιστές της πόλης και να συμβάλει στην επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων με τους Μογγόλους απεσταλμένους. Η Μαρία Δέσποινα τότε ήρθε σε συνάντηση με τον Τούρκο σουλτάνο Οσμάν Α΄, που απειλούσε τα Μογγολικά στρατεύματα, του αποκάλυψε τα σχέδια των Βυζαντινών, και ο Οσμάν πολιόρκησε και κατέλαβε το φρούριο Τρικοκκιά.

Εξοργισμένος, ο Ανδρόνικος κάλεσε την αδελφή του πίσω στην Κωνσταντινούπολη, διέλυσε τη δέσμευσή της με τον Kharbanda και την ανάγκασε να γίνει μοναχή σε μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης στον οποίο η Μαρία Δέσποινα ήταν προστάτρια. Πήρε το μοναστικό όνομα Μελανία και παρέμεινε στο μοναστήρι μέχρι το τέλος της ζωής της.
Κατά συνέπεια, η εκκλησία έγινε γνωστή ως Παναγία Μουχλιώτισσα, με το «Μουχλιώτισσα» να σημαίνει «των Μογγόλων» στα ελληνικά, εκ παραφθοράς. Ο Η. Gregoire, ο Μ. Λάσκαρης και ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος, δέχονται εξελληνισμό της σλαβικής λέξης mogyla, ποὺ ήταν αρκετὰ διαδεδομένη στις ελληνικὲς περιοχές. Πράγματι η εκκλησία έφερε τα σχετικὰ ονόματα Παναγία τῶν Μογγολίων, των Μουγουλίων, κοινώς του Μουχλίου, του Μουχλιού και Μουχλιώτισσα (Πασπάτης). Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι το όνομα προέρχεται από το Μουχλίον του Μυστρά (δίπλα στην αρχαία Τεγέα) απ᾽ όπου κάτοικοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν το 1242 σ᾽ αυτή την περιοχή του Φαναρίου (Σ. Κουγέας).
Μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η περιοχή του Φενέρ (Φανάρι) ειδικότερα, φέρεται να έγινε μάρτυρας σφοδρών συγκρούσεων κατά τη διάρκεια των τριών ημερών λεηλασίας που ενέκρινε ο σουλτάνος Μεχμέτ Β΄. Η απότομη κλίση που οδηγεί στην εκκλησία έγινε σκηνικό έντονης αιματοχυσίας, με το άλικο χρώμα του ποταμού αίματος να λέγεται ότι έφτασε μέχρι τα νερά του Χρυσού Κέρατος, δίνοντας έτσι το υποβλητικό όνομα «Kanlı Kilise» ή Ματωμένη Εκκλησία. Ενώ ορισμένοι αποδίδουν το όνομα αυτό στη μνήμη της παρουσίας των Μογγόλων, το κόκκινο χρώμα της εκκλησίας με την εντυπωσιακή κόκκινη κεραμοσκεπή, πιθανότατα συνέβαλαν επίσης σε αυτό το παρατσούκλι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέσα σε έναν αιώνα μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, σχεδόν όλες οι θολωτές εκκλησίες της πόλης μετατράπηκαν σε τζαμιά, σύμβολα της νέας ισλαμικής κυριαρχίας. Ωστόσο, η Ματωμένη Εκκλησία στέκεται ως η μόνη θολωτή εκκλησία που διατήρησε τη χριστιανική της ταυτότητα και συνεχίζει να λειτουργεί ως εκκλησία μέχρι σήμερα. Αυτή η εξαιρετική διατήρηση αποδίδεται σε ένα φιρμάνι, που εκδόθηκε από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή. Μετά την Άλωση η εκκλησία δωρήθηκε στον Έλληνα αρχιτέκτονα Χριστόδουλο ως ανταμοιβή από τον Μωάμεθ Β´ για την ανέγερση του τεμένους του κατακτητή (Fatih Cami) στo χώρο του κατεδαφισθέντος ναού των Αγίων Αποστόλων. Το φιρμάνι εξαιρούσε ρητά την εκκλησία από τη μετατροπή, γεγονός που μαρτυρά είτε το σεβασμό του Σουλτάνου προς τον αρχιτέκτονα είτε ίσως μια στρατηγική κίνηση για να διατηρήσει ένα βαθμό καλής θέλησης στην τοπική ελληνική κοινότητα. Αυτό το ιστορικό διάταγμα παραμένει περήφανα εκτεθειμένο μέσα στους τοίχους της εκκλησίας, αποτελώντας έναν απτό σύνδεσμο με το πολύπλοκο παρελθόν της πόλης. Στους επόμενους αιώνες, παρά τις περιστασιακές φιλοδοξίες να μετατραπεί σε τζαμί, το βάρος της οθωμανικής παράδοσης και η διαχρονική ισχύς του διατάγματος του Μωάμεθ Β’ ματαίωναν σταθερά τέτοιες προσπάθειες. Έτσι, η Παναγία η Μουχλιώτισσα εξακολουθεί να λειτουργείται ως τις μέρες μας.

Σήμερα, η κληρονομιά της Μαρίας Παλαιολογίνας, της «Μαρίας των Μογγόλων», ζει όχι μόνο μέσω της εκκλησίας της, αλλά και σε μια συγκλονιστική απεικόνιση μέσα στη Μονή της Χώρας. Στο υπέροχο ψηφιδωτό της Δέησης, μία ιστορική και συνάμα τραγική μορφή απεικονίζεται στα πόδια του Χριστού Παντοκράτορα, να μεσιτεύει ταπεινά για λογαριασμό της ανθρωπότητας – μια διαχρονική εικόνα της διαδρομής της από βυζαντινή πριγκίπισσα σε μογγολική βασίλισσα και τελικά, μια σεβαστή μοναστική μορφή στην αποκατεστημένη πατρίδα της.

Η ιστορική αυτή εκκλησία βρίσκεται στη γειτονιά Fener (Φανάρι) της συνοικίας Fatih (Κατακτητής) της Κωνσταντινούπολης και βρίσκεται στο Tevkii Cafer Mektebi Sokak, στην κορυφή μιας πλαγιάς με θέα το Χρυσό Κέρας. Βρίσκεται όπως ειπώθηκε παραπάνω κοντά στο εντυπωσιακό κτήριο της Μεγάλης του Γένους Σχολή και περικλείεται από έναν ψηλό τοίχο. Αν και οι πόρτες της εκκλησίας είναι συνήθως κλειστές, είναι ανοιχτή για το κοινό. Οι επισκέπτες που επιθυμούν να εισέλθουν θα πρέπει να χτυπήσουν το κουδούνι που βρίσκεται κοντά στην είσοδο.
πηγές:
ortodokslartoplulugu.com,
Ecumenical Patriarchate of Constantinople,
thebyzantinelegacy.com
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού

text in english:
The story of a Byzantine Princess that became Queen of the Mongols, would make a fascinating Hollywood movie. Just like Theofano’s story that became Empress of the Holy Roman Empire or Sophia Zoe Palaiologina that became Grand Princess of Moscow as the second wife of Ivan III of Russia. But these are stories for another time.
At the base of the imposing Greek Orthodox College of Fanari, a landmark inextricably linked with the panoramic view of the Golden Horn of Constantinople, lies a modest church that has become a silent witness to a fascinating history. The Church of St. Mary of the Mongols, known as "Kanlı Kilise" or the Bloody Church by the local population, stands as a unique testament to the enduring legacy of Byzantium.
It is the only domed church in Istanbul that not only survived the turbulent centuries after the Byzantine era, but continues to serve its original purpose as a place of worship. Its story, rich in imperial ambitions, diplomatic maneuvers, and painful personal tales, truly sets it apart among other monuments.
The sacred roots of the site date back to the early 7th century, when Princess Sopatra, daughter of the Byzantine emperor Maurice, and her companion Eustolia founded a monastery on the city’s fifth hill. However, the turmoil that followed the Fourth Crusade and the subsequent Latin Empire led to the destruction of the monastery. As the Byzantines recaptured their city in 1261, a new chapter began. Amid growing concerns over Mongol raids in Anatolia, Emperor Michael VIII Palaiologos orchestrated a strategic alliance.

In 1281, he sent his illegitimate daughter, Maria Despina Palaiologina, as a bride to the powerful Mongol Ilkhan Hulagu, accompanied by a significant dowry and a series of lavish gifts. This diplomatic marriage was a pragmatic response from the weakened Byzantine state, which had been significantly drained of its military and economic resources during the Latin occupation. The logic was clear: forge kinship with a formidable adversary to deter further aggression.
However, fate intervened. Before Maria could reach her prospective groom, Hulagu Khan died, and his capable thirty-year-old son, Abaqa Khan, ascended to the throne of the Ilkhanate. Upon her arrival in Maragheh, the Mongol capital (located in present-day Iran) in late spring of 1265, Abaqa chose to include Maria in his harem and subsequently married her. Being a devout Christian, Maria asked Abaqa to be baptized, a wish he honored. Thus, she became "Khatun Hanim"-the respected title bestowed upon her by the Mongols-their queen. After seventeen years of marriage, marked by cultural exchanges and perhaps a degree of influence, Maria’s life took another turn with Abaqa's death.
After her return to Byzantium, her step brother, now Emperor Andronikos II Palaiologos, proposed her as a wife to the Mongol prince Charbanda, governor of Persia and future Khan of the Ilkhanate. In exchange for her hand, Charbanda promised to support Byzantium with military aid in its struggle against the Ottomans, who were besieging Nicaea. Andronikos sent Maria Despina to Nicaea to encourage the city’s defenders and to help expedite negotiations with the Mongol envoys. Maria Despina then met with the Turkish sultan Osman I, who was threatening the Mongol forces, revealed the Byzantines’ plans to him, and Osman besieged and captured the fortress of Trikokkia.

Furious, Andronikos II called his sister back to Constantinople, dissolved her engagement to Charbanda, and forced her to become a nun in a monastery in Constantinople of which Maria Despina was the patron. She took the monastic name Melania and remained in the monastery until the end of her life.
Consequently, the church became known as Panagia Mouchliotissa or Mouchliou, with “Mouchliotissa” meaning “of the Mongols” in Greek. After the Ottoman conquest of Constantinople in 1453, the Fener district in particular, reportedly witnessed fierce clashes during the three days of plundering sanctioned by Sultan Mehmed II. The steep slope leading to the church became the scene of intense bloodshed, with the crimson flow said to have reached the waters of the Golden Horn, thus giving the evocative name “Kanlı Kilise” or Bloody Church. While some attribute this name to the memory of the Mongol presence, the striking red-tiled roof of the church likely also contributed to this nickname.
After the Fall of Constantinople, nearly all the domed churches in the city were converted into mosques, symbols of the new Islamic rule. However, the Bloody Church stands alone as the only domed church that retained its Christian identity and continues to function as a church to this day. This exceptional preservation is attributed to a firman, an imperial decree, issued by Sultan Mehmed II the Conqueror.

The legend says that Christodoulos, the Greek architect who designed Mehmed II’s great mosque, intervened on behalf of his mother, to whom the church was subsequently granted. The firman explicitly exempted the church from conversion, a fact that testifies either to the Sultan’s respect for the architect or perhaps a strategic move to maintain a degree of goodwill within the local Greek community. This historic decree remains proudly displayed within the walls of the church, a tangible link to the city’s complex past. In the centuries that followed, despite occasional ambitions to convert it into a mosque, the weight of Ottoman tradition and the enduring power of Mehmed II’s decree consistently thwarted such efforts.
Today, the legacy of Maria Palaiologina, the “Maria of the Mongols,” lives not only through her church, but also in a striking depiction inside the Chora Church. In the magnificent Deesis (Supplication/Prayer of Intercession) mosaic, this remarkable yet perhaps tragic figure is depicted at the feet of Christ Pantocrator, humbly interceding on behalf of humanity-a timeless image of her journey from Byzantine princess to Mongol queen and ultimately, a revered monastic figure in her restored homeland.

This historic church is located in the Fener neighborhood of Istanbul’s Fatih district, situated on Tevkii Cafer Mektebi Street, atop a slope overlooking the Golden Horn. It stands near the impressive building of the Phanar Greek Orthodox College and is enclosed behind a tall wall. Although the church doors are usually closed, it is open to the public. Visitors wishing to enter should ring the bell located near the entrance.
sources:
ortodokslartoplulugu.com,
Ecumenical Patriarchate of Constantinople,
thebyzantinelegacy.com
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού
More photos and plans of the Church following:


Top!
Some have it that the Byzantine's "last stand" took place at the Panache a Mouchlotissa. Hence bloody.
Great piece.