Πόσο επίκαιρο είναι το μήνυμα της Εθνικής Επετείου
Με Ελλάδα και Κύπρο να βρίσκονται αντιμέτωπες με μια απειλητική Τουρκία

Δημοσιεύτηκε στην Εστία της Κυριακής, 23 Μαρτίου 2025
Aν έλεγε κανείς στον Αλέξανδρο Υψηλάντη την 24η Φεβρουαρίου 1821, όταν έλεγε “Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος” στο Ιάσιο ή στον Παλαιών Πατρών Γερμανό στις 25 Μαρτίου του ίδιου έτους όταν έμπαινε στην ἠδη επαναστατημένη Πάτρα, ότι έναν περίπου αιώνα μετά οι Έλληνες θα αναβίωναν σχεδόν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, θα τον κοιτούσαν σαν τρελό. “Ημείς αν δεν είμεθα τρελοί δεν εκάναμεν την επανάστασιν” όμως, όπως είπε ο Γέρος του Μοριά στα απομνημονεύματά του. Και σίγουρα δεν θα καταφέρναμε όσα καταφέραμε, παρά τις αντιξοότητες.
Πράγματι, 204 χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης, η Ελλάδα έχει πετύχει πολλά τα οποία δεν θα μπορούσαν ούτε να τα φανταστούν οι πρωτεργάτες της Επανάστασης του ‘21: από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1832, η χώρα σχεδόν τριπλασίασε την έκτασή της, ενώ μετά από 5 χρεωκοπίες είναι στην 52η θέση παγκοσμίως, στον κατάλογο των χωρών ανά ονομαστικό ΑΕΠ. Ακόμη, πέραν του ΟΗΕ, του οποίου η Ελλάδα αποτελεί ιδρυτικό μέλος, είναι ασφαλώς και μέλος δύο κλειστών ελίτ χωρών, που δεν είναι άλλες από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, εξαιτίας των οποίων απολαμβάνει για πολλές δεκαετίες μια πρωτοφανή ειρήνη, που όσο εύθραυστη είναι, άλλο τόσο τείνουμε να την υποτιμούμε.
Παρά τις δυσκολίες λοιπόν, όπως οι οικονομικές κρίσεις και οι γεωπολιτικές προκλήσεις, η Ελλάδα έχει καταφέρει να εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος με ισχυρή ταυτότητα, παίζοντας σημαντικό ρόλο στη σταθερότητα των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Όπως όμως οι δύσκολοι καιροί δημιουργούν δυνατούς ανθρώπους, που μερικές φορές φτάνουν στο σημείο να σηκώσουν το λάβαρο της Επανάστασης, έτσι και οι εύκολοι καιροί μπορούν να δημιουργήσουν αδύναμους ανθρώπους.
Ως εκ τούτου, σε μια εποχή τεκτονικών αλλαγών και ραγδαίων μετατοπίσεων, ο εφησυχασμός και η αδράνεια είναι οι χειρότεροι σύμμαχοι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε, ότι από το 2004 είναι και η αδελφή Κύπρος μέλος της ίδιας ευρωπαϊκής ελίτ, ως αποτέλεσμα πολυετών διπλωματικών προσπαθειών, στις οποίες η Ελλάδα είχε ενεργό ρόλο, μα μόλις 8 χρόνια πριν την είσοδό της έλαβαν χώρα οι άνανδρες δολοφονίες των Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού στη νεκρή ζώνη της διχοτομημένης Κύπρου και η κρίση στα Ίμια με τους αδικοχαμένους αξιωματικούς, Καραθανάση, Βλαχάκο και Γιαλοψό, να δίνουν τη ζωή τους προσπαθώντας να κόψουν την όρεξη της Τουρκίας για δημιουργία γκρίζων ζωνών.
Μιας Τουρκίας της οποίας οι αναθεωρητικές ορέξεις παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια να έχουν και πάλι ανοίξει, καθώς επιδιώκει να επανασχεδιάσει το χάρτη σε Καύκασο και Συρία, συνδράμοντας το Αζερμπαϊτζάν να προβεί σε εθνοκάθαρση των Αρμενίων στο Αρτσάχ και εξουδετερώνοντας την κουρδική εθνική οντότητα στη Β. Συρία. Παράλληλα, με την εδραίωση ενός ισλαμιστικού καθεστώτος στη Συρία, υποχείριού της, η Τουρκία επιδιώκει τη σύναψη συμφωνίας με την προσωρινή κυβέρνησης της Συρίας για την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στα πρότυπα της παράνομης συμφωνίας που σύναψε η Άγκυρα με την προσωρινή κυβέρνηση της Λιβύης το 2019, δημιουργώντας αρνητικά τετελεσμένα για Κύπρο και Ελλάδα. Και όσο οι κ.κ. Χριστοδουλίδης και Μητσοτάκης “θέτουν το ζήτημα στο ανώτερο ευρωπαϊκό επίπεδο”, η Τουρκία δημιουργεί βάσεις στην Αφρική, διεκδικώντας μερίδιο από τους παραδοσιακούς παίκτες (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία) και γιγαντώνει την αμυντική της βιομηχανία βάζοντας χέρι στην ευρωπαϊκή άμυνα και τους εξοπλισμούς, με την εξαγορά της ιταλικής εταιρίας παραγωγής αεροσκαφών Piaggio Aerospace.
Στην εποχή ενός νέου είδους ψυχρού πολέμου, η Τουρκία είναι προφανές ότι επιθυμεί να αποτελέσει ισχυρή περιφερειακή δύναμη, εκμεταλλευόμενη τον απομονωτισμό των ΗΠΑ, την πτώση του κύρους της Ρωσίας και την έλλειψη κοινής ισχυρής πολιτικής βούλησης της ΕΕ. Άλλωστε, η φύση απεχθάνεται το κενό και η Τουρκία βλέπει μέσα από αυτές τις συνθήκες μια ιστορική ευκαιρία ανατροπής των τετελεσμένων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Συνθήκης της Λωζάνης.
Ποια είναι η αποτρεπτική ισχύς της Ελλάδος και της Κύπρου όμως, έναντι των ορέξεων της Τουρκίας; Η Ελλάδα ανήκει στις 4 μόλις χώρες του ΝΑΤΟ μαζί με τις ΗΠΑ, που ξοδεύουν πάνω από 3% του ΑΕΠ τους για αμυντικές δαπάνες. Όμως το 3% των 250 δισ. είναι 7,5 δισ. ενώ το βαριά 2% που ξοδεύει η Τουρκία του 1 τρισ. 110 δισεκατομμυρίων, είναι 22 δισ. Αν βάλουμε στην εξίσωση και το ούτε 2% της Κύπρου, οι αμυντικές της δαπάνες είναι μόλις 600 εκατομμύρια ανά έτος. Και όσο διαφαίνεται στην Ουκρανία ότι στη γεωπολιτική σκακιέρα επικρατεί ο νόμος του ισχυρού χωρίς συνέπειες, τόσο θα ανοίγει στην κάθε Τουρκία η όρεξη για αναθεωρητισμό.
Τι μπορούν να κάνουν λοιπόν Ελλάδα και Κύπρος, όταν δεν έχουν τους αριθμούς με το μέρος τους;
“Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας”, είπε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το πρωί της 10ης Οκτωβρίου 1838 στην ιστορική του ομιλία στην Πνύκα, σε μαθητές, αλλά και σε πλήθος κόσμου που είχαν συγκεντρωθεί για να τον ακούσουν.
Η ιστορία της Ελλάδας έχει αποδείξει ότι η ισχύς βρίσκεται εν τη ενώσει. Μόνο όταν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις εμφύλιες έριδες μετά το 1825, μπόρεσαν οι Έλληνες να εδραιώσουν την Επανάσταση, αποδεικνύοντας στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι ήρθαν για να μείνουν, οπότε και αξίζει να τους στηρίξουν, με τον Κόδριγκτον να εκκαθαρίζει τον Αιγυπτιακό στόλο στο Ναυαρίνο και τον Μαιζών τον Αιγυπτιακό στρατό στην Πελοπόννησο.
Για πολλούς, τέλος, η ισχύς μπορεί να προκύψει με την πραγματοποίηση του ευρωπαϊκού φεντεραλιστικού ονείρου, με τη δημιουργία δηλαδή μιας ακόμα πιο κλειστής ομοσπονδίας ευρωπαϊκών χωρών, που τους ενώνουν κυρίως αξίες και αρχές, όχι μόνο η έλλειψη δασμών: των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Στη νέα Ομοσπονδία, η γραφειοκρατία θα είναι σημαντικά μειωμένη, η διάκριση των εξουσιών θα διασφαλίζει την ύπαρξη ελευθερίας ανάμεσα στην κεντρική κυβέρνηση και τις πολιτείες και οι πολιτείες με τη σειρά τους θα εφαρμόζουν τις πολιτικές της κεντρικής κυβέρνησης, όπως αρμόζουν καλύτερα σε αυτές, ενώ φυσικά, θα υπάρχει ένας, κοινός στρατός.
Σε κάθε περίπτωση, όσο κι αν αλλάζουν οι γεωπολιτικές συνθήκες, όποιοι κι αν επιβουλεύονται την ελευθερία μας, όσοι κι αν είναι αυτοί, ένα είναι το σίγουρο: πρέπει να μας βρουν μια γροθιά.